dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
βάζω χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hand anlegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hand leihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in die Kasse greifen
Ⓦ
Ⓖ
…