dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umstürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umdrehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf den Kopf drehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auf den Kopf stellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich umdrehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umkehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umkippen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδογυρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…