dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διάβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παρέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
πρόσκαιρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προσωρινός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαβατάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περαστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διαβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παροδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφήμερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μεταβατικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorübergehend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πέρασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
vorübergehende Anwesenheit
Ⓦ
Ⓖ
…