dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beeinträchtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
limitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verringern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückdrängen
Ⓦ
Ⓖ
…