dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
παντέρημος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allein und verlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παντέρημος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gottverlassen
Ⓦ
Ⓖ
…