dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektrizitätswirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…