dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Umfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zufällig treffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absacken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwinden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stoßen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausspringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)