dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προσκτώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αξιοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εθελοτυφλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die Augen vor etwas verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κλείνομαι στον εαυτό μου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κλειδώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κλείνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφραγίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έμφραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φράξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μανταλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποφράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vollständig verschließen
Ⓦ
Ⓖ
…