dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μυστηριώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geheimnisvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μυστηριώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mysteriös
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μυστηριώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schleierhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μυστηριώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wundersam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μυστηριώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unheimlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)