dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
περιβαλλοντολογικά ευαισθητοποιημένοι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umweltbewusst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλικός προς το περιβάλλον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umweltbewusst
Ⓦ
Ⓖ
…