dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
απενεργοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
απενεργοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
deaktivieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απενεργοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entschärfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απενεργοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sperren
Ⓦ
Ⓖ
…