dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σεργιανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flanieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σεργιανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
promenieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σεργιανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlendern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σεργιανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spazieren gehen
Ⓦ
Ⓖ
…