dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μονιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fixieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μονιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
befestigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μονιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fest anstellen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μονιμοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stabilisieren
Ⓦ
Ⓖ
…