dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκπονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκπονώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)