dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ταλαιπωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταλαιπωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ärgern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταλαιπωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beuteln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταλαιπωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
strapazieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταλαιπωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zu schaffen machen
Ⓦ
Ⓖ
…