dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σταθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufenthaltsort
Ⓦ
Ⓖ
…
τόπος διαμονής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aufenthaltsort
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τόπος παραμονής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aufenthaltsort
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)