dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stützen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertrauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
basieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fußen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugrunde legen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zugrunde liegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gründen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zählen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βασίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beruhen
Ⓦ
Ⓖ
…