dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έναρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beginn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έναρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έναρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eröffnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
έναρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έναρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Antritt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έναρξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Start
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)