dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reiz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anregung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anreiz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Denkanstoß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erregung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Impuls
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ερέθισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stimulus
Ⓦ
Ⓖ
…