dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χόμπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hobby
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενασχόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Hobby
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ερασιτεχνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hobby-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ερασιτέχνης φωτογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hobbyfotograf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ερασιτέχνης κηπουρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hobbygärtner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δωμάτιο ψυχαγωγίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hobbyraum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δωμάτιο για χόμπι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hobbyraum
Ⓦ
Ⓖ
…