dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gemeinschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gruppen-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kollektiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mannschafts-
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vereint
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Massen-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ομαδικός βιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gruppenvergewaltigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ομαδικός τάφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Massengrab
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nomaden-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νομαδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nomadisch
Ⓦ
Ⓖ
…