dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
stop
Εννοούσατε:
Stopp
Stoß
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Stopfen
stopfend
Stopp
Stoppel
stoppen
stoppen Zeit
Stopper
Stoppschild
Stoppuhr
Stöpsel