dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
mur
Εννοούσατε:
Dur
Kur
mir
Mus
Mut
nur
pur
zur
Εν μέρει αντιστοιχίες:
mürbe
Mürbeteig
Murmansk
Murmel
murmeln
Murren
mürrisch